«Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΕΙΝΑΙ, ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΟΛΑ, ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ:
Ο ΤΣΑΡΙΤΣΑΝΙΩΤΗΣ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΟΠΑΙΧΤΗΣ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΒΑΝΑΣ»
Η τοπική ιστορία του νεοελληνικού Θεάτρου
Σκιών στον ευρύτερο χώρο της Θεσσαλίας αρχίζει
μετά την απελευθέρωση της Άρτας και της θεσσαλικής
γης (πλην της Ελασσόνας), κατά το έτος 1881. Μέχρι
τότε, όπως είναι φυσικό, στην ευρύτερη περιοχή του
θεσσαλικού κάμπου, κυριαρχούσε ο οθωμανικός
μπερντές με τα άσεμνα και τα αισχρά στοιχεία της
κωμικής παράδοσης του Karagöz. Η εγκατάσταση του
Μέμου Χριστοδούλου στην πόλη του Βόλου, κατά τα
τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν η
απαρχή για την εμφάνιση της σχολής του Θεσσαλικού
Θεάτρου Σκιών. Το Θεσσαλικό Θέατρο Σκιών είχε
μπολιαστεί με την ηπειρώτικη παράδοση του μπερντέ,
έτσι όπως τη μετέφερε ο Μέμος Χριστοδούλου από
την περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας (μέσω Αθηνών)
στον κάμπο της Θεσσαλίας. Η θεσσαλική σχολή
του Καραγκιόζη, πέρα από το ηρωικό κλίμα του
επικού ηπειρώτικου μπερντέ, πέτυχε να εντάξει
επιτυχώς στην καλλιτεχνική ταυτότητά της και το
κωμικό στοιχείο, όπως ακριβώς το είχε διαμορφώσει
ο Μίμαρος στην Πάτρα και σε συνεργασία κυρίως
με δύο από τους σημαντικότερους εκπρόσωπους
του Ηπειρώτικου Καραγκιόζη εκείνης της εποχής,
δηλαδή με τον Γιάννη Ρούλια και τον Μέμο
Χριστοδούλου.
Επιπρόσθετα, ο κωμικός χαρακτήρας
του θεσσαλικού μπερντέ εμπλουτίστηκε
αρκετά και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
γνωρίσματα των τοπικών θεσσαλικών
πανηγυριών του ασταμάτητου γλεντιού,
του ξέφρενου χορού και του άφθονου
καλού κρασιού. Το τελευταίο γεγονός
όμως οδήγησε και σε μια υποτίμηση
της θεσσαλικής παράδοσης του μπερντέ
από την αθηνοκεντρική αστική έρευνα.
Μήπως όμως έτσι υποτιμήθηκε και ο
καθαρά λαϊκός χαρακτήρας της τοπικής
θεσσαλικής κουλτούρας που έτρεφε με
τις λαϊκές παραδόσεις της ένα κατεξοχήν
λαϊκό θέαμα σαν το Θέατρο Σκιών; Η
απάντηση δεν είναι της παρούσης να δοθεί εδώ.
Ωστόσο, ερμηνεύει την παραμέληση αυτής της
καλλιτεχνικής παράδοσης από την έρευνα με μόνη
φωτεινή εξαίρεση τη συστηματική μελέτη του Φώτη
Βογιατζή για «Το Θέατρο Σκιών στην Θεσσαλία»
(μέσα από μια εξονυχιστική εξέταση των πηγών από
τον παλιό τοπικό τύπο), ενώ δεν έλειψαν και κάποιες
ακόμα αξιόλογες, αν και κάπως περιστασιακές,
ερευνητικές προσπάθειες. Είναι αλήθεια, όμως,
ότι η μελέτη του Θεσσαλικού (και γενικότερα του
επαρχιακού) Καραγκιόζη έμεινε στα αζήτητα από
τους μελετητές, οι οποίοι εστίασαν πρωτίστως στην
Αθήνα και δευτερευόντως στην Πάτρα, αγνοώντας και
σιωπηρά υποτιμώντας την καλλιτεχνική πορεία της
τέχνης του Θεάτρου Σκιών στην ελληνική επαρχία
και ειδικότερα για την περίπτωσή μας, στη γη της
Θεσσαλίας.
Στην τέχνη του Θεάτρου Σκιών, η έννοια της
μαθητείας είναι μια έννοια όχι μόνο πολυδιάστατη
αλλά ταυτόχρονα και ιερή, όχι μόνο στα πλαίσια
της αμφίδρομης σχέσης του μάστορα-δασκάλου και
του μαθητή, όπως καλλιεργήθηκε από την εποχή8
του αρχαίου φιλοσόφου Σωκράτη, αλλά ιδίως στα
πλαίσια της πνευματικής σύνδεσης αυτής της σχέσης
με την τέχνη γενικότερα, τη φιλοσοφία, τη γνώση,
τον πολιτισμό και την παράδοση. Πρόκειται για
μια σχέση που δεν συναντάει κανείς στη σημερινή
τυποποιημένη εκπαίδευση του σχολείου και για
το λόγο αυτό, κατά συνέπεια, γίνεται επιτακτικό
το ζήτημα όχι απλώς και μόνο να επισημανθεί η
λειτουργία της ως σχέση πνευματικού πατέρα και
μαθητή, αλλά και να τονιστεί η διαχρονική σημασία
της ως μια σχέση ζωής που περνάει από γενιά σε
γενιά και αφήνει τα αποτυπώματά της πάνω σε μια
αλυσίδα μαθητείας, η οποία διαπερνά το χρόνο και
χάνεται μέσα στα βάθη των αιώνων. Για να γίνουμε
πιο συγκεκριμένοι, όμως, θα αναφερθούμε στην
περίπτωση του γηραιότερου καραγκιοζοπαίχτη
στην Ελλάδα και στην Κύπρο και σε έναν από τους
γηραιότερους σκιοπαίχτες στην Ευρώπη και σε
ολόκληρο τον κόσμο.
Πρόκειται για τον τελευταίο εκπρόσωπο της
παλιάς Θεσσαλικής Σχολής του Καραγκιόζη και
του θρυλικού Μέμου Χριστοδούλου: τον 97χρονο
καραγκιοζοπαίχτη από την Τσαριτσάνη Ελασσόνας,
κυρ-Βασίλη Βασβανά. Ο Βασίλης Βασβανάς ήταν
μαθητής του Αργύρη Παπαργύρη από τον Τύρναβο.
Ο Παπαργύρης, με τη σειρά του, ήταν ένας από
τους μαθητές του Μέμου Χριστοδούλου. Ο θρυλικός
Μέμος είχε γεννηθεί στο Αιτωλικό κάπου μέσα στο
τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα και ήταν ένας από τους
σημαντικότερους και γνωστότερους εκπροσώπους
του επικού Ηπειρώτικου Θεάτρου Σκιών μαζί με
τον περίπου συνομήλικό του, τον Γιάννη Ρούλια
από την Αμφιλοχία. Φεύγοντας από την περιοχή
της Αιτωλοακαρνανίας, στα τέλη του 19ου αιώνα, ο
Ρούλιας εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου
επέβαλε τις ηρωικές παραστάσεις και τη φιγούρα
του ορεσίβιου Μπαρμπαγιώργου, ενώ ο Μέμος (μετά
από σύντομη παραμονή στην πρωτεύουσα) κινήθηκε
προς βορρά και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην πόλη
του Βόλου.
Έχοντας ως ορμητήριο τον Βόλο, ο Μέμος
δραστηριοποιήθηκε καλλιτεχνικά σε ολόκληρο τον
κάμπο της Θεσσαλίας, όπου επέβαλε τα ηρωικά
έργα και γενικά την παράδοση του Ηπειρώτικου
Θεάτρου Σκιών, μέχρι το 1925 περίπου, βγάζοντας
πολλούς μαθητές, ένας εκ των οποίων ήταν και ο
Παπαργύρης. Δάσκαλος του Μέμου και του Ρούλια
ήταν ο Κωνσταντινουπολίτης Ηλίας και δάσκαλος
του Ηλία ήταν ο Γιαννιώτης Ιάκωβος, ο οποίος
φέρεται να έδρασε στην αυλή του Αλή Πασά κατά τις
αρχές του 19ου αιώνα. Στο ανωτέρω συγκλονιστικό
γενεαλογικό δέντρο των Ελλήνων καραγκιοζοπαιχτών,
λοιπόν, βλέπουμε τη διαδοχή: Ιάκωβος-Ηλίας-
Μέμος-Αργύρης Παπαργύρης-Βασίλης Βασβανάς.
Καταλαβαίνετε, λοιπόν, τη μεγάλη συγκίνησή μας,
όταν συναντήσαμε τον 97χρονο σήμερα Βασίλη
Βασβανά στην Τσαριτσάνη και λίγο πριν τον ερχομό
του νέου έτους 2013. Είχαμε κοντά μας τη ζωντανή
παράδοση ενός ανθρώπου, ο οποίος συμπυκνώνει
στο πρόσωπό του 5 γενιές καλλιτεχνικής δράσης,
μαθητείας και παράδοσης διακοσίων ετών. Είχαμε
ακόμη κοντά μας έναν καλλιτέχνη, ο οποίος
χρονολογικά, τοπικά και κυρίως καλλιτεχνικά
βρισκόταν πολύ κοντά στον επικό Μέμο, η αξία του
οποίου έγκειται πλέον στα όρια του θρύλου και της
ιστορίας.
Ο κυρ-Βασίλης, με εξαιρετική διαύγεια,
ανέσυρε από τη μνήμη του το όνομα του Μέμου,
τον οποίο θυμόταν ως «Μένιο» και τον χαρακτήρισε
«σπίρτο». Το όνομα «Μένιος» ήταν φαινομενικά
λάθος, αλλά (ακριβώς ως λάθος και μόνο)
δικαιωνόταν από την ιστορία του Καραγκιόζη.
Όντως, υπήρχε συνήθως σύγχυση ανάμεσα σε δύο
από τους εκπροσώπους της Ηπειρώτικης Σχολής:
τον Αγαμέμνονα Κουλούρη που τον γνωρίζουμε ως
«Μένιο» και τον Μέμο Χριστοδούλου. Οι δυο τους
ταυτίζονταν λόγω του μικρού ονόματός τους, που
ήταν κοινό («Αγαμέμνονας»), με αποτέλεσμα συχνά
να υπάρχει σύγχυση μεταξύ του Μένιου και του
Μέμου. Ο Βασβανάς, ως φορέας αυτής της σύγχυσης,
επιβεβαίωσε το όνομα του Μέμου μέσα από ένα
συνηθέστατο (για την εποχή του) λάθος: Λέγοντας
«Μένιος» εννοούσε τον Μέμο Χριστοδούλου και όχι
τον Κουλούρη, ο οποίος άλλωστε δεν είχε δράσει
καλλιτεχνικά στο χώρο της Θεσσαλίας. Επιβεβαίωσε
επίσης τη μεγάλη καλλιτεχνική αξία του Παπαργύρη,
την οποία είχε τονίσει και σε παλιότερες συνεντεύξεις
του. Και επιβεβαίωσε τέλος και τη σχέση του με την
ηρωική ηπειρώτικη παράδοση του Μέμου, μέσω
της σαφέστατης προτίμησής του για τα ηρωικά
έργα και συγκεκριμένα για τους «Κατσαντωναίους»
και τους «Διάκους», όπως χαρακτηριστικά μας
ανέφερε. Ποια άλλη απόδειξη πρέπει να έχουμε,
για να πιστοποιήσουμε τη σχέση του Βασβανά με
την ηρωική ηπειρώτικη παράδοση του 19ου αιώνα
που άκμασε αρχικά στα Ιωάννινα και την ευρύτερη
περιοχή της Ηπείρου την εποχή του Αλή Πασά;
Ωστόσο, ο κυρ-Βασίλης δεν μας μίλησε μόνο για την
ιστορία του Καραγκιόζη και την παράδοση του Μέμου
Χριστοδούλου. Έγινε ακόμα πιο συναρπαστικός, όταν
άνοιξε το κεφάλαιο της ζώσας ελληνικής ιστορίας.
Μας μίλησε ειδικότερα για τη νεότερη
ελληνική ιστορία, κάτι που δικαιούται να το
κάνει περισσότερο από τον καθένα, ως ο Έλληνας
στρατιώτης που πολέμησε στην πρώτη γραμμή του
πυρός κατά τη διάρκεια της κρίσιμης δεκαετίας
του 1940: Αρχικώς, στον ελληνοϊταλικό πόλεμο της
Αλβανίας, στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Κατόπιν,
9
στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης κατά του
Γερμανού κατακτητή από το 1941 ως το 1944, στην
πρώτη γραμμή του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και με το όνομα
«Ζεβεδαίος» που του έδωσαν οι αντάρτες λόγω του
ύψους του και της σχετικής βιβλικής αναφοράς για
τον πατέρα του Ιωάννη και του Ιακώβου, των δύο
εκ των δώδεκα Αποστόλων του Χριστού. Και τέλος,
ο κυρ-Βασίλης ήταν σαφέστατος για το ζήτημα του
Εμφυλίου Πολέμου. Ήτανε κατά του αδελφοκτόνου
αυτού πολέμου και αυτή η εναντίωσή του ήταν που
τον δικαίωσε στα κατοπινά χρόνια. Τον δικαίωσε
μόνο ιστορικά, ως προς τις ευθύνες της Μεγάλης
Βρετανίας και της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ. Δεν τον
δικαίωσε όμως και πρακτικά, διότι ο κυρ-Βασίλης
παρέμεινε για τριάντα χρόνια (από το 1950 και
εξής) ένας κυνηγημένος αριστερός και ένας εχθρός
του συστήματος, παρά το ότι είχε ταχθεί κατά του
Εμφυλίου και κυρίως παρά το ότι είχε θυσιαστεί
για την πατρίδα του, χάνοντας το ένα του πόδι σε
μια μάχη κάπου στην Καλαμπάκα το έτος 1943. Τι
μεγαλύτερη θυσία θα μπορούσε να κάνει κανείς για
την πατρίδα του;
Η πατρίδα όμως λησμόνησε και κυνήγησε τον
κυρ-Βασίλη. Μόνο καταφύγιό του ήταν τα εφόδια
που του είχε δώσει ο Παπαργύρης και η αγάπη
του για την τέχνη. Με μια κουβέντα, μόνο του
καταφύγιο ήταν ο Ξυπόλυτος και ο μπερντές του,
με τον οποίο όργωνε την ελληνική επαρχία και ιδίως
το χώρο της Θεσσαλίας και ολόκληρη την περιοχή
της Μακεδονίας. Η καλλιτεχνική του δραστηριότητα
έφτασε μέχρι την ευρύτερη περιοχή της Λαμίας (προς
τα νότια), ως την περιοχή της Φλώρινας (προς το
βορρά) και των Γρεβενών (προς τα δυτικά), ενώ προς
τα ανατολικά έφτασε μέχρι την Καβάλα. Συνεχείς
παραστάσεις, σταθερή εμπορική επιτυχία αλλά και
καλλιτεχνικός θρίαμβος κυρίως στα Τρίκαλα και
στην Κοζάνη, δύο πόλεις με πολλές ομοιότητες με την
Τσαριτσάνη, όπως μας τόνισε και η κυρία Σουλτάνα,
σύζυγος του κυρ-Βασίλη και βοηθός του, κάθε φορά
που χρειαζόταν. Ο κυρ-Βασίλης πρόσεχε πάνω όλα
την οικογένειά του: τη γυναίκα του και τις τρεις
κόρες του, για τις οποίες στερήθηκε ο ίδιος πολλά,
προκειμένου να τις μεγαλώσει και να τις σπουδάσει.
Η μόρφωση των θυγατέρων του ήταν για τον ίδιο μια
από τις συγκινητικότερες επιτυχίες της ζωής του. Η
Τσαριτσάνη, εξάλλου, ήταν ανέκαθεν μια κωμόπολη
με μεγάλη παράδοση στα γράμματα, στον πολιτισμό
και στο θέατρο. Δεν αποτελούν όλα αυτά καταβολές
που να ενισχύουν την καλλιτεχνική ποιότητα και την
αξία του κυρ-Βασίλη;
Όμως, δυστυχώς, η εξασφάλιση της
απαιτούμενης άδειας για παραστάσεις και η
λογοκρισία εκείνων των δύσκολων μετεμφυλιακών
χρόνων δυσχέραιναν το έργο του κυρ-Βασίλη, ο
οποίος μέχρι και σήμερα εκφράζει την ευγνωμοσύνη
του για ένα παλιό του φίλο από την Ελασσόνα.
Αυτός ο φίλος ήταν ο άνθρωπος που βοήθησε τον
κυρ-Βασίλη καθοριστικά στο να ξεφύγει από τη
δαγκάνα του εχθρικού καθεστώτος. Δεν έλειψαν
όμως και τα παρατράγουδα. Ένας αμετάπειστος
εκπρόσωπος του τότε συστήματος στην Καβάλα
δεν επέτρεψε στον κυρ-Βασίλη να παίξει εκεί.
Τον έστειλε «σφαίρα» από την Καβάλα πίσω στην
Τσαριτσάνη: Η «ανταμοιβή» του κυρ-Βασίλη για
την αυτοθυσία του στην Εθνική Αντίσταση, που
τον ανάγκασε εδώ και εξήντα χρόνια να περπατάει
με ένα ξύλινο πόδι. Ένας νοτιοελλαδίτης
καραγκιοζοπαίχτης κάποτε (μετά από την
αποτυχημένη του προσπάθεια να επιβληθεί στο
κοινό της Κατερίνης και από φθόνο προς τον
τοπικό καραγκιοζοπαίχτη της γύρω περιοχής),
κατήγγειλε τον κυρ-Βασίλη ως κομμουνιστή...
Καραγκιόζης και καραγκιοζοπαίχτης έχουνε
κοινή μοίρα. Ποιος είπε ότι η μοίρα του κοινωνικά
απόβλητου Καραγκιόζη δεν ταυτίζεται με τη μοίρα
του εκάστοτε καλού και ηθικού καραγκιοζοπαίχτη;
Ο κυρ-Βασίλης πρόσεχε πολύ και τη
φωνή του, αυτό το πολύτιμο εργαλείο του κάθε
καραγκιοζοπαίχτη. Αν και τον πιέζανε συχνά, ποτέ
δεν ενέδωσε στον πειρασμό της κασέτας και μέχρι
και σήμερα αρνείται κατηγορηματικά τη χρήση των
c.d., υπερασπιζόμενος τη ζωντανή παράσταση, ενώ
ο κυρ-Βασίλης αναπολεί και τη μεγάλη ζωντανή
ορχήστρα που τον συνόδευε στις παραστάσεις του
στην πόλη της Λάρισας. Αναπολεί επίσης και το
πώς μάθαινε εντατικά τούρκικες λέξεις και φράσεις
από έναν πρόσφυγα μικρασιάτη φίλο του από την
Ελασσόνα, για να θριαμβεύσει τελικά με τις τούρκικες
εκφράσεις του Πασά και του Μπέη στο προσφυγικό
κοινό της Ημαθίας. Αυτός είναι ο ζωντανός «Ήχος»
του Καραγκιόζη, όπως έχει διατυπώσει σύγχρονος
ερευνητής, και ο κυρ-Βασίλης είναι ένας ζωντανός
10
μάρτυρας για το πόσο δυναμικός και πόσο διαχρονικός είναι αυτός ο ήχος. Είναι η ζώσα παράδοση,
μέσα από την οποία ανατριχιάζει κανείς για τις αναξιοποίητες δυνάμεις του ελληνικού κράτους, το οποίο
επιμένει να τρώει, σαν τον Κρόνο, τα παιδιά του, αγνοώντας ίσως και σκοπίμως όλους αυτούς τους μεγάλους
θησαυρούς του ελληνικού πολιτισμού. Και η αξία αυτών των θησαυρών έγκειται στον ίδιο τον άνθρωπο και
τη δυναμική παράδοση που κρύβουν μέσα τους ο προφορικός λόγος και η δημιουργική μαθητεία.
Για το λόγο αυτό, αφήσαμε τελευταία την αναφορά του κυρ-Βασίλη στις φιγούρες που με τόσο
μεράκι σκάλιζε ο ίδιος με τα κοπίδια του, κάνοντάς μας μια ενδεικτική επίδειξη με τα χέρια του. Είναι
οι αναμνήσεις του και η δουλειά του. Όλα αυτά όμως ως ένα σημείο. Οι φιγούρες είναι μεν τα εργαλεία
του καραγκιοζοπαίχτη και αποτελούν (σύμφωνα με την αισθητική του Πλάτωνα) και έργα τέχνης. Όμως,
γενικότερα μιλώντας, άλλο πράγμα τα έργα τέχνης και τα εργαλεία με τη δεδομένη αξία τους
και άλλο το αντικείμενο συλλεκτικής μανίας τρίτων που αγγίζει τα όρια της απληστίας.
Πάνω από όλα, τελικά, είναι ο άνθρωπος και όχι οι φιγούρες του. Ίσως αυτό να είναι και
ένα κριτήριο για το ποιοι αγαπούν περισσότερο τον Ξυπόλυτο από τον ίδιο τους τον εαυτό.
Εμείς προτιμούμε να αφήσουμε αυτή την αδιέξοδη επίδειξη «πλούτου» και να κλείσουμε
με τη φωνή που έκανε ο κυρ-Βασίλης, μιμούμενος την αγαπημένη του φιγούρα, τον
Μπαρμπαγιώργο, σε μια σκηνή από τα «Εντάλματα». Μια φωνή, η οποία «έσπαζε τζάμια»,
αποδεικνύοντας ότι στην προφορική τέχνη του Καραγκιόζη πάνω από όλα είναι ο άνθρωπος
και τίποτε άλλο!
Επιμέλεια κειμένων και φωτογραφιών:
Θωμάς Αθ. Αγραφιώτης - Οδυσσέας Κανλής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου